- συστοιχώ
- -έω, ΜΑ [σύστοιχος]πορεύομαι σύμφωνα με κάτι («συστοιχεῑν τῷ λόγῳ Σωκράτους», Μουσών.)αρχ.1. στέκομαι στην ίδια σειρά ή γραμμή («ἐφ' ὅσον συζύγοῡντας καὶ συστοιχοῡντας διαμένειν», Πολ.)2. αντιστοιχώ («τὸ γὰρ Σινᾱ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβία, συστοιχεῑ δὲ τῇ νῡν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.